- ΜΟΝΙΜΗ ΣΥΛΛΟΓΗ /
- Χωρίς τίτλο
ΕΤΟΣ:
1972
ΕΙΔΟΣ:
Χαρακτική
ΥΛΙΚΟ:
Μεταξοτυπία
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ:
63x86
Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα 1906, όπου και πέθανε το 1994. Χάρη στο υψηλό επίπεδο του οικογενειακού του περιβάλλοντος, καλλιέργησε από μικρός το καλλιτεχνικό του ταλέντο, μαθητεύοντας κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921-1922). Το 1923 έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε γαλλική και ελληνική φιλολογία στη Σορβόννη, ενώ παράλληλα φοίτησε στην Académie Ranson με τον Roger Bissière και στο εργαστήριο χαρακτικής του Δημήτρη Γαλάνη. Έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι (1927, Galerie Percier) και τη δεύτερη στην Αθήνα, μαζί με το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο (1928, Στρατηγοπούλου). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1934) ασχολήθηκε με την έκδοση του σημαντικότατου περιοδικού “Το Τρίτο Μάτι”, 1935-1937), συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξοικείωση του ελληνικού κοινού με τη μοντέρνα τέχνη. Το 1941 εκλέχτηκε καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, όπου δίδαξε έως το 1958. Επιδόθηκε επίσης στη χαρακτική, τη γλυπτική, την εικονογράφηση βιβλίων, σχεδίασε κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις, δημοσίευσε μελέτες και εξέδωσε βιβλία για την τέχνη. Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Αρμός” και του ελληνικού τμήματος της AICA. Το 1970 έλαβε το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας έγινε τακτικό μέλος το 1973. Ήταν επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1979) και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1991), επίτιμο μέλος της βρετανικής Royal Academy of Arts και της Academia Tiberiana της Ρώμης, και είχε τιμηθεί με τον τίτλο του Officier des Arts et des Lettres από το γαλλικό κράτος. Έκανε πάνω από 50 ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το έργο του έχει παρουσιαστεί επίσης σε πολλές αναδρομικές εκθέσεις. Το 1992, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ίδρυσε την Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Αθήνα. Η τέχνη του και η όλη παρουσία του τον ανέδειξαν σε κορυφαίο εκπρόσωπο της εικαστικής γενιάς του ’30. Ήταν ένας από τους κυριότερους εισηγητές του κυβισμού, και γενικότερα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, στην ελληνική ζωγραφική. Ωστόσο το έργο του φέρει την προσωπική του σφραγίδα καθώς ακολουθεί μόνον εν μέρει τα κυβιστικά ή κονστρουκτιβιστικά πρότυπα, τα οποία συνδυάζει με τον χρωματικό πλούτο και τις παραδοσιακές ιδιαιτερότητες του ελληνικού χώρου, κυρίως του τοπίου της Ύδρας. Στο χαρακτικό αυτό της δεκαετίας του 1970 οι γεωμετρικές αναφορές στον κυβισμό έχουν δώσει τη θέση τους σε μια χρωματική και σχεδιαστική πανδαισία που πηγάζει από το μυθολογικό θέμα της.