ΚΩΣΤΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Συλλέκτης
Στα δεκάξι μου χρόνια απέκτησα τον πρώτο μου πίνακα. Ένα θαλασσινό τοπίο άγνωστου ζωγράφου, το οποίο πλήρωνα με δόσεις. Η τέχνη με είχε συναρπάσει ακόμα πιο νωρίς, οδηγώντας με στις πολύ ποιοτικές γκαλερί του Μπαχαριάν και του Φραντζεσκάκη, καθώς και στις λιγοστές αίθουσες τέχνης που υπήρχαν τότε στην Αθήνα. Εκεί περνούσα τις ελεύθερες ώρες μου, αλλά και στα μουσεία και κυρίως στο ατελιέ της καλής μου φίλης και γειτόνισσας Χρύσας (Βαρδέα), που αργότερα έγινε η γνωστή Χρύσα της Αμερικής με διεθνή φήμη. Η φιλία μας δεν σταμάτησε εκεί, καθώς μου στάθηκε στα πρώτα μου βήματα στο Παρίσι όπου φτάσαμε με διαφορά δεκαπέντε ημερών ο ένας από τον άλλον. Τις πρώτες μέρες με φιλοξένησε στο σπίτι της μέχρι να βρω κατάλυμα.
Αφορμή να πάω στο Παρίσι ήταν μια πενιχρή υποτροφία που μου χορήγησε το κράτος για να σπουδάσω κοπτική και ενδυματολογία. Περισσότερο όμως ήταν η επιθυμία μου να φύγω για ένα καλύτερο αύριο μιας και προερχόμουν από φτωχή οικογένεια. Τα χρόνια του ΄50 και του ΄60 ήταν χρόνια ξεριζωμού και μετανάστευσης. Ήταν τα χρόνια της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας και λιγότερο της Ευρώπης, εκτός από τη Γερμανία που απορρόφησε πολλούς Έλληνες.
Άρχισα σιγά-σιγά να αποκτώ μία ενδιαφέρουσα εικαστική παιδεία. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη μου και ο θαυμασμός μου για τα έργα του Γαΐτη που δεν σταμάτησα να συλλέγω έργα του έως σήμερα. Οι ζωγράφοι και οι γλύπτες μου φερόντουσαν φιλικά και με αγάπη και με βοήθησαν να αποκτώ έργα τους. Τους είμαι ευγνώμων διότι χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα μπορούσα να υλοποιήσω το όνειρο που από παιδί είχα. Έτσι με απορρόφησε η τέχνη και με οδήγησε στα δικά της μονοπάτια όπως αυτή ξέρει να κάνει.
Στην πανσιόν της Rue Vavin 92, στο St. Germain de Pres, εγκαταστάθηκα μόνιμα. Άρχισα συγχρόνως να εργάζομαι σε μεγάλους οίκους ανδρικής μόδας όπως στον Zoze και στον δικό μας Socrates και αργότερα στον Pierre Garden κ.α. Γνωρίζομαι με την κατοπινή μου σύντροφό μου Ζανίν η οποία με βοήθησε να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου στη γαλλική γλώσσα και με ξεναγούσε σε διάφορα μουσεία και χώρους τέχνης. Είχε ιδιαίτερη ευαισθησία για το θέατρο και την ποίηση. Μαζί της απέκτησα δύο παιδιά, τον Χαράλαμπο και τον Ανδρέα.
Ένα βράδυ, στις δώδεκα περίπου, ήρθε στο σπίτι μου η Χρύσα και μου είπε, “Κώστα μου, σώσε με, με κάλεσε σε μία δεξίωση ο Picasso στις Κάννες και θέλω να ντυθώ Ελληνίδα, κάνε μου κάτι να φορέσω” (η Χρύσα ήταν πληθωρική και αθυρόστομη). Την άλλη μέρα πήγαμε στην γκαλερί La Fyiet και αγοράσαμε ένα βελούδινο μπορντό ύφασμα για τη φούστα και ένα λευκό πικέ ύφασμα για τη μπλούζα. Τελικά το φόρεμα έγινε και η Χρύσα πήγε στις Κάννες. Από τότε που γύρισε είναι ζήτημα αν την είδα τρεις ή τέσσερις φορές ακόμα. Είχε πάρει πια το δρόμο της αναγνώρισης αλλά και της φυγής.
Το Παρίσι ήταν και είναι πηγή έμπνευσης και ψυχικής ανάτασης, όχι μόνο για τις εικαστικές τέχνες αλλά και τη μουσική, το θέατρο, και την ποίηση. Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, τον Αντρέ Μαρλό καθώς και τον ξεσηκωμό της νεολαίας το 1968. Πάντως όπως έχουν τα πράγματα, η δημοκρατία και ο ρατσισμός πάνε παρέα για τους Γάλλους.
Εντωμεταξύ τα χρόνια κυλούν. Οι χαρές λιγοστές. Αντλούμε ευχαρίστηση από τις συχνές συναντήσεις των Ελλήνων του Παρισιού, μεταναστών και μη, που γίνονται κυρίως στο Cafe du Ponte, στις ελληνικές ταβέρνες Ακροπόλ, Diamanter και στο Διόνυσο. Τα θέματα πάντα τα ίδια. Ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις, συνάμα με το όραμα της επιστροφής στην Ελλάδα. Αυτά προσθέτουν ελπίδα και νόημα στη ζωή μας. Επίσης χώρος σύναξης είναι και οι δυο εκκλησίες μας του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και η Μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου. Εκεί βλέπαμε κατά διαστήματα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κώστα Μητσοτάκη, πολλούς επίσης γνωστούς Έλληνες διανοητές, ποιητές, συγγραφείς. Όλοι αντιπροσώπευαν κάτι για μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Επίσης συχνά συναντούσα το Δημήτρη Μπέη, πρώην Δήμαρχο Αθηναίων, με τον οποίο είχαμε προσωπικές σχέσεις μια και ξεκινήσαμε από την ίδια γειτονιά στου Ζωγράφου.
Για προσωπικούς λόγους επιστρέφω στην Ελλάδα πιστεύοντας στην μόνιμη εγκατάστασή μου και στη συνέχεια της επαγγελματικής μου καριέρας. Γνωρίζομαι με πολλούς αξιόλογους ανθρώπους, κυρίως ηθοποιούς. Άρχισα να εργάζομαι σαν ενδυματολόγος στα μεγάλα θέατρα και να ντύνω ηθοποιούς όπως τον Ντίνο Ηλιόπουλο, το Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Ρίζο, τον Γιώργο Τσιτσόπουλο, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Κώστα Κακαβά, τον Θάνο Λειβαδίτη, τον μεγάλο μας σκηνοθέτη και δάσκαλο Πέλο Κατσέλη κ.α. Το μεγαλείο από τα καμαρίνια, η φασαρία της πρεμιέρας και ο ήχος του χτυπήματος για την έναρξη της παράστασης, ήταν για μένα συγκλονιστική εμπειρία.
Ενώ όλα πήγαιναν καλά και η εγκατάστασή μου στην Ελλάδα εθεωρείτο βέβαιη, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου, εν μια νυκτί επέστρεψα στο Παρίσι εγκαταλείποντας τα πάντα και ξεκινώντας από την αρχή, ησύχασα πάντως από τις κραυγές πόνου που ακουγόντουσαν από το τμήμα μεταγωγών της οδού Λαμψάκου 3 απέναντι από την Αμερικανική Πρεσβεία και τις περιπολίες των αστυφυλάκων που φρουρούσαν τους τότε υπουργούς Βοβολίνη και Λαδά.
Από την καλή μου φίλη Iris Cler έμαθα πολλά για τη ζωή των Ελλήνων Ζωγράφων. Ήταν μια γκαλερί με πολύ πρεστίζ. Ο αγαπημένος της ζωγράφος ήταν ο Θάνος Τσίγκος και ο πιο δύσκολος και αχάριστος, όπως έλεγε, ήταν ο Τάκης (γλύπτης). Μία μέρα είπε στο γιο μου Ανδρέα “με το ψώνιο που έχει ο πατέρας σου θα πάει μακριά”. Επίσης, ένας άλλος μεγάλος παρισινός γκαλερίστας και σημαντικός άνθρωπος ήταν ο Paul Facetti, που και με αυτόν είχα άριστες σχέσεις. Αγαπούσε και προωθούσε πολύ τους Έλληνες καλλιτέχνες. Η συλλογή μου συνεχώς μεγάλωνε με πολλές θυσίες, μπορώ να πω, και στερήσεις σε βάρος της οικογένειάς μου. Τέλος το 1982 γύρισα εξουθενωμένος στην Ελλάδα, συνεπεία πολλών ατυχημάτων και με υγεία πολύ βεβαρημένη, ύστερα από είκοσι επτά χρόνια ξενιτιάς. Για μένα η τέχνη στάθηκε σανίδα σωτηρίας, κυρίως μετά το 1973 και μέχρι σήμερα. Με τον ερχομό μου στην Ελλάδα, μπορώ να πω, έτυχα καλής υποδοχής από την τότε Υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, και τη Δήμαρχο Ζωγράφου, Φωτεινή Σακελλαρίδου-Καμπυλαυκά. Μου παρεχωρήθη η βίλα Μαρίκα Κοτοπούλη την οποία αναπαλαίωσαν με χρήματα του Υπουργείου Πολιτισμού. Εκεί στεγάστηκε η συλλογή μου. Στο Μουσείο πλέον «Μαρίκα Κοτοπούλη» ήμουν υπεύθυνος έως το 2001, που λειτουργούσε ως μόνιμος εκθεσιακός χώρος στον οποίο γίνονταν πολλές ποιοτικές εκθέσεις.
Το όνειρό μου και το «πιστεύω» μου ήταν ότι η τέχνη έπρεπε να αποκεντρωθεί. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να πάει στην Περιφέρεια, εκεί όπου δεν υπήρχαν χώροι τέχνης και γκαλερί. Έτσι ξεκίνησα την πιο όμορφη και ευχάριστη περιπέτεια της ζωής μου, πραγματοποιώντας μια παλιά μου επιθυμία. Ο καλός μου φίλος και πολύ αξιόλογος ζωγράφος, Μιχάλης Μακρουλάκης, μου πρότεινε το 1994 να κάνω μια έκθεση με τα έργα της συλλογής μου στο λατρεμένο του νησί, τη Σύρο, σε ένα χώρο τον οποίο έχει δημιουργήσει ο ίδιος με την οικονομική στήριξη του ζεύγους Ελένης και Γιάννη Βάτη. Έτσι δημιουργήθηκε η «Αίθουσα Τέχνης Ερμούπολη». Ας μου επιτραπεί να αναφέρω την τεράστια προσφορά τους στο νησί όπως και σε κάθε άνθρωπο που χτυπά την πόρτα τους.
Σκοπός του Μακρουλάκη ήταν η αναβάθμιση των πολιτιστικών δρώμενων στο νησί. Τον ευχαριστώ για τα δώδεκα ωραία χρόνια που πέρασα. Θα προσπαθήσω να ξεχάσω τις μεγάλες δυσκολίες που συναντούσα κάθε χρονιά από κάθε άσχετο με τον πολιτισμό. Ύστερα από την τεράστια επιτυχία της έκθεσης στην «Αίθουσα Τέχνης Ερμούπολη», μου προτάθηκε από τον Δήμαρχο Γιάννη Δεκαβάλλα να οργανώσω μία έκθεση και την επόμενη χρονιά. Στη συνέχεια διορίστηκα εικαστικός σύμβουλος του Δήμου αμισθί, και έτσι άρχισε αυτή η όμορφη διαδρομή που διήρκεσε δώδεκα χρόνια.
Σε μια λαμπρή τελετή με έκαναν επίτιμο δημότη, έτσι πλέον είμαι Συριανός και υπερήφανος γι’ αυτό. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Για μένα η Σύρος είναι το σπίτι μου, η μεγάλη μου αγάπη. Κάθε φορά που το βαπόρι πλησιάζει στο λιμάνι αισθάνομαι βαθιά συγκίνηση. Περπατώντας στα σοκάκια του νησιού απλοί άνθρωποι με χαιρετούν, ευχαριστώντας με για αυτά τα λίγα που έχω προσφέρει. Η φιλοξενία τους, που δεν τη βρίσκεις εύκολα αλλού, είναι μοναδική. Το ίδιο αισθάνομαι και στην Ποσειδωνεία, στον Φοίνικα και στη Ντελαγκράτσια, όπου και εκεί έγιναν πολλές αξιόλογες εκθέσεις και με τίμησαν, ομοίως, δίνοντας μου τον τίτλο του επίτιμου δημότη. Η αναγνώριση από τους συνανθρώπους μου είναι κάτι που μου δίνει χαρά και κουράγιο για να συνεχίσω. Δυστυχώς ο κόσμος ξέχασε να λέει «ευχαριστώ» και «συγνώμη» και αυτό κάνει τους ανθρώπους πιο σκληρούς.
Στην Πάτρα, ύστερα από πρόσκληση του πολύ αξιόλογου δημάρχου Ανδρέα Καράβολα, ήμουν σύμβουλος για τα εικαστικά για έξι χρόνια. Και εκεί έγιναν πολύ σημαντικές, εκθέσεις στην Πινακοθήκη Πατρέων αλλά και στο υπέροχο κτίριο του Παλιού Νοσοκομείου.
Δεν θα ήταν δυνατόν να παραλείψω την πανέμορφη Μακρινίτσα, ένα από τα πιο όμορφα κεφαλοχώρια του Πηλίου και ειδικά τις δύο εκθέσεις που έκανα στο πλαίσιο των Φεστιβάλ του 1991 και 1993. Η πρώτη έκθεση, στο αρχοντικό «Πανδώρα», περιλάμβανε έργα του Γιάννη Γαΐτη στο ένα τμήμα του κτιρίου και στο άλλο πίνακες γνωστών ζωγράφων. Την έκθεση είχε επιμεληθεί η Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου. Ποτέ δεν φανταζόμουν την τόσο αθρόα προσέλευση του κοινού από τα γύρω χωριά αλλά και από τον Βόλο. Χάρη στην προβολή των ΜΜΕ, η έκθεση θεωρήθηκε σπουδαίο εικαστικό γεγονός. Η πλατεία της Μακρινίτσας ήταν πάντα γεμάτη κόσμο και τα τεράστια πλατάνια (800 ετών) σκίαζαν τους θαμώνες της ενώ ηχούσαν τα νερά που έρχονταν από το βουνό με ορμή. Θυμάμαι στα εγκαίνια της δεύτερης έκθεσης στο αρχοντικό του Μουσλή το 1993 τις νοικοκυρές του χωριού που έφερναν μαγειρεμένα φαγητά και κυρίως πίτες. Ήταν ένα μικρό δείγμα της θερμής φιλοξενίας τους. Στην είσοδο του αρχοντικού, όπου δεν υπήρχε άνθρωπος να υποδέχεται το κοινό, έβρισκα τακτικά βάζα με γλυκά του κουταλιού, κεντημένα πετσετάκια και άλλα δωράκια. Το κάθε ένα συνοδευόταν από ένα χαρτάκι που έγραφε «ευχαριστούμε για ό,τι κάνετε για μας». Αυτός είναι ο Έλληνας, αυτή είναι η Ελλάδα.
Ο πατέρας μου ήταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και έφυγε από εκεί με τον μεγάλο ξεριζωμό του Ελληνισμού το 1922. Το 2003 ήμουν καλεσμένος του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, επισκέφθηκα τη γειτονιά που έζησε ο πατέρας και οι παππούδες μου. Χαλάσματα, γκρεμισμένα τα πάντα, η ξεναγός μου είπε εδώ είναι η εκκλησία η Παναγία η Θαυματουργή. Δεν υπήρχε οροφή, κάτι ντουβάρια έμειναν για να θυμίζει ότι εδώ πέρασε ο κατακτητής. Την άλλη ημέρα έγινε ο Εσπερινός στον Άγιο Γεώργιο με Μεγαλοπρέπεια και με 12 ιερείς που συνόδευαν τον Πατριάρχη, κατάνυξη συγκίνηση στο Ναό βρισκόμουν μόνο εγώ και η γυναίκα μου λες και εμείς είχαμε μείνει από τους 300 000 Έλληνες που ζούσαν εκεί. Αφήνοντας με το βαπόρι τα στενά του Βοσπόρου άφηνα ένα κομμάτι της ψυχής μου, του εαυτού μου. Αυτή είναι η πιο συγκλονιστική ανάμνηση από ότι έζησα μέχρι σήμερα.
Όποτε επιστρέφω στους Δελφούς, στον ιερό αυτό τόπο, επισκέπτομαι πάντα το Μουσείο, τους αρχαιολογικούς χώρους αλλά και το σπίτι του Άγγελου Σικελιανού όπου πίνω έναν καφέ που μου προσφέρει, με πολλή ευγένεια ο εκάστοτε φύλακας. Ανακηρύχθηκα επίτιμος δημότης και από τον Δήμο Δελφών. Ευχαριστώ τον δήμαρχο Κώστα Λέφα για την μεγάλη τιμή που μου έκανε και την αγάπη που μου έδειξε.
Τελειώνοντας αυτή τη μικρή διαδρομή της ζωής μου, πρέπει να τονίσω ότι δίκαια αποκαλούν την Ελλάδα χώρα του πολιτισμού. Από την εμπειρία μου ξέρω ότι ακόμα και τα πιο μικρά και απομονωμένα χωριά είναι δέκτες και διψούν για τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Όμως, μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αρκεί.
Στο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδος, την ηρωική Κρήτη, επέλεξα να κλείσω τον πολιτιστικό μου περίπατο που ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια. Η ιστορία της Κρήτης ταυτίζεται με την ιστορία της Ελλάδος: νεολιθική εποχή, μινωική περίοδος, ρωμαϊκή, ενετοκρατία, τουρκοκρατία, επανάσταση του 1821. Ας μην ξεχνάμε τις μεγάλες θυσίες των Κρητών, που ευτυχώς δεν έμειναν άκαρπες, αλλά και την αντίστασή τους κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα νησί με τεράστια πολιτιστική κληρονομιά που σε κάθε γωνιά της υπάρχουν πολλά αξιόλογα πράγματα να δει ο επισκέπτης. Θα έλεγα ότι η Κρήτη είναι ένα πλωτό Μουσείο.
Αν ήμουν ζωγράφος θα αποκαλούσα αυτή την έκθεση αναδρομική, επειδή είμαι συλλέκτης όμως θα την ονομάσω βιογραφική. Και αυτό γιατί πέρα από την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική και αισθητική αξία των έργων των κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών που απέκτησα, διακρίνω σε κάθε πίνακα ένα ίχνος της ζωής μου. Τα έργα, που τόσο αγάπησα, είναι για μένα απόλυτοι αντικατοπτρισμοί των κόπων μου, ζωντανοί οργανισμοί που εμπεριέχουν προσωπικές μνήμες και που μέχρι σήμερα μου προσφέρουν στιγμές ψυχικής ανάτασης και κάθαρσης. Αυτά τα εξαίσια συναισθήματα που μόνο η τέχνη ξέρει να χαρίζει θέλω να τα μοιραστώ με τους συνανθρώπους μου. Αυτός άλλωστε ο σκοπός υπήρξε η κινητήριος δύναμη που με ωθούσε ανέκαθεν να ξεπερνώ τις όποιες δυσκολίες συναντούσα στην πορεία μου, και που δεν ήταν λίγες.
Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να ευχαριστήσω θερμά τον Δήμαρχο Χανίων κ. Βιρβιδάκη και πρόεδρο της Πινακοθήκης κ. Αρχοντάκη, την υπεύθυνη της Πινακοθήκης κ. Αθηνά Γιαννουλάκη και τον συνεργάτη τους κ. Θόδωρο Καλούμενο. Ευχαριστώ την κ. Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης που όπως την πρώτη φορά, το 1989, έτσι και τώρα επιμελήθηκε την έκθεση και τον κατάλογο, την ιστορικό της τέχνης κ. Μπία Παπαδοπούλου που επί σειρά ετών συνεργαζόμαστε άψογα. Ευχαριστίες θα ήθελα να απευθύνω και στους υπεύθυνους παραγωγής του καταλόγου Θύμιο Πρεσβύτη και Θοδωρή Αναγνωστόπουλο, για τον άψογο καλλιτεχνικό σχεδιασμό και τη φροντίδα τους, στην εκτύπωση.
Ευχαριστώ την τηλεόραση του Alpha που με τις χορηγίες του επί 10 συναπτά χρόνια βοήθησε να γίνει πιο γνωστό το έργο μου σε όλη την Ελλάδα. Επίσης, ευχαριστώ τους δημοσιογράφους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία μου προβάλλοντας και ακολουθώντας με και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Ευχαριστώ από καρδίας τον καθηγητή Στάθη Ν. Τσοτσορό που μου στάθηκε και με βοήθησε σε κάθε μου δυσκολία. Ευχαριστώ την Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Μπενάκη-Πινακοθήκη Γκίκα, τον κύριο Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, τον κύριο Γιώργο Μαυροσκότη και όλους τους συλλέκτες που με το δανεισμό των έργων τους, βοήθησαν οι εκθέσεις να είναι πληρέστερες.
Ευχαριστώ τους Δημάρχους και Κοινοτάρχες για την αγάπη και τη βοήθειά τους για την επιτυχή οργάνωση των εκθέσεων. Ευχαριστώ όλους τους συνεργάτες μου, που επί σειρά ετών στάθηκαν δίπλα μου.
Ευχαριστώ τα παιδιά μου Χαράλαμπο και Ανδρέα για την ανοχή που έδειξαν στα όνειρά μου. Τέλος ένα μεγάλο ευχαριστώ στη γυναίκα μου Ζανίν που όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε εξαντλητικά κοντά μου και δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Στου Ζωγράφου, Μάιος 2006
Για την έκθεση μιλούν :
Ακολουθήστε μας στα κοινωνικά δίκτυα