- ΝΕΑ /
- Το κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης “Εικαστικοί των Χανίων ερμηνεύουν τον Πύργο της Βαβέλ”
Το κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης “Εικαστικοί των Χανίων ερμηνεύουν τον Πύργο της Βαβέλ”
Νοέμβριος 2024
Διαβάστε το κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης “Εικαστικοί των Χανίων ερμηνεύουν τον Πύργο της Βαβέλ” κας Μυρτούς Κοντομιτάκη.
Συγκεκριμένα:
Ο Πύργος της Βαβέλ, σε Γλώσσα Εικαστική
Μυρτώ Κοντομιτάκη, Μουσειολόγος, Επιμελήτρια
Ο Πύργος της Βαβέλ ως κεντρικό θέμα εικαστικής έκθεσης: Η έννοια που όλοι ταυτίζουμε με την ασυνεννοησία και την τιμωρία για την υπερφιλόδοξη ανθρώπινη συμπεριφορά, στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο. Προϋπήρχε η ανάγκη για μία εναλλακτική, επίσημη μορφή αναγνώρισης των προβληματικών καιρών που ζούμε και παράλληλα για μία εξίσου εναλλακτική «γλώσσα» περιγραφής και επικοινωνίας, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευρύτητα και πολυπλοκότητα και τις περισσότερες δυνατές αποχρώσεις απόδοσης της όποιας σχετικής έννοιας, τόσο με κυριολεκτικό, όσο και με μεταφορικό τρόπο. Έτσι προέκυψε η έκθεση «Εικαστικοί των Χανίων ερμηνεύουν τον Πύργο της Βαβέλ / Artists of Hania interpret the Tower of Babel». Όπως ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλλης ήδη σε συνέντευξή του το 2003, είχε εξηγήσει: «…Γι’ αυτό ένας καλλιτέχνης γίνεται καλλιτέχνης. Για τα πράγματα που λείπουν, όχι για τα πράγματα που έχει…».1
Έκθεση ανατρεπτική, η οποία καθιστά σαφές ότι για τον κάθε έναν από εμάς, τα σημερινά πράγματα είναι δυσβάσταχτα, αφορούν άμεσα όλους, συνεπώς και οι καλλιτέχνες έχουν πολλά να πουν σχετικά με το θέμα της ίδιας της βαβελικής μας ζωής.
Δουλέψαμε μαζί για αυτό το εγχείρημα εξωστρέφειας, με κοινό σημείο αναφοράς τη σχέση μας με τα Χανιά. Μια πόλη που μας υπόσχεται τα καλύτερα, ενώ παλεύει με τους περιορισμούς της επαρχίας. Όμορφη, μπερδεμένη, επιλεγμένη ως τρόπαιο ξανά και ξανά από αμέτρητους επίδοξους κατακτητές του παρελθόντος, αναμφισβήτητα του παρόντος και σίγουρα του μέλλοντος. Δεν θα ήταν δυνατόν, μια έκθεση με εικαστικούς των Χανίων να μην εμπεριέχει αιχμές, αναζητήσεις περίπλοκες πέραν των αμιγώς αισθητικών, μηνύματα δύσπεπτα και σκοτεινά, πέραν των παρωχημένα συμβολικών. Όσον αφορά τους τρόπους εικαστικής απόδοσης των παραπάνω, ο κριτικός τέχνης Σταύρος Τσιγκόγλου, ήδη σε εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου του με θέμα την τέχνη στο τέλος του αιώνα (αναφερόμενος τότε στο έτος 2000), ξεκαθάριζε ότι «…Οι καλλιτέχνες δεν μένουν σ’ ένα μέσο για να εξειδικευτούν αλλά μπορούν και αλλάζουν εκφραστικά μέσα. Ποτέ οι καλλιτέχνες δεν είχαν τόση ελευθερία. Δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν ένα κοινό στιλ, να κάνουν μια επιλογή που να είναι «αληθινή» ή «ιστορικώς ορθή» όπως στην εποχή του μοντερνισμού.».2 Οι εικαστικοί των Χανίων, με τη δεδομένη ελευθερία της έκφρασης (δημόσιο αγαθό το οποίο ευχόμαστε να διατηρηθεί εσαεί) και την ποικιλία των μέσων που χρησιμοποιούν να αντικατοπτρίζει την πληθώρα απόψεων και εμπειριών που χαρακτηρίζουν την πόλη αυτή, ήρθαν για να μιλήσουν δυνατά, με την ελπίδα να βρεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα ευήκοντα ώτα.
Στη σχετική ανακοίνωση-ανοιχτό κάλεσμα που δημοσιοποιήθηκε στα ΜΜΕ, μεταξύ άλλων, αναφέρω: «…Οι ζωές μας βάλλονται ολοένα και περισσότερο από τις συνεχείς πλέον οικονομικοπολιτικοκοινωνικές αναταράξεις με τις συνεπαγόμενες ανθρωπιστικές κρίσεις, εντός και εκτός της χώρας, οι οποίες έχουν καταλήξει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας επηρεάζοντας το νου, την ψυχή, την τσέπη και την υγεία. Μέσα σε όλα αυτά και η επιβεβλημένη πολυπολιτισμικότητα της μικρής-μεγάλης μας πόλης, καθότι η Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η Κρήτη βρισκόταν σχεδόν ανέκαθεν, όπως και σήμερα, στο επίκεντρο γεωπολιτικών διεκδικήσεων, ενώ παράλληλα αποτελούσε και αποτελεί κορυφαίο τουριστικό προορισμό…». Έχει ενδιαφέρον το ότι δεν βρέθηκε κάποιος να αμφισβητήσει τα παραπάνω, να μιλήσει για μιαν άλλη πλευρά, μιαν υποτιθέμενη θετική πλευρά των σημερινών πραγμάτων.
Τα προαναφερόμενα ζητήματα ζωής, μιας βαβελικής ζωής του σήμερα, χαρακτηρίζονται από τον μέγιστο βαθμό πολυπλοκότητας, όπου μόνον η Τέχνη μπορεί να αποτελέσει μία ενιαία γλώσσα για την περιγραφή τους. Αυτοί οι οποίοι από την αρχαιότητα κιόλας, έως και σήμερα από εμάς εξυμνούνται, και που υπήρξαν στην εποχή τους σύγχρονοι γλύπτες, ζωγράφοι, κεραμίστες, δημιουργοί κάθε εικαστικής προσέγγισης, σήμερα σπάνια τους φροντίζουμε, σπάνια τους δίνουμε τη δυνατότητα να μιλήσουν με την «τραχιά» γλώσσα της Τέχνης τους. Διότι ποιος θα αμφισβητήσει ότι μια χώρα που αποτελεί τη γενέτειρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού ελάχιστα μεριμνά για τους σημερινούς δημιουργούς και συνεχιστές ενός τεράστιου μέρους αυτού του πολιτισμού, ελάχιστα μεριμνά για τους σημερινούς καλλιτέχνες και συγκεκριμένα τους εικαστικούς καλλιτέχνες;
Ο Πύργος της Βαβέλ ήρθε θεματολογικά και επισφράγισε όλα όσα νιώθουμε, καλλιτέχνες και μη, συνεπώς χωρίς δεύτερη σκέψη, δουλέψαμε για την αποπεράτωσή του. Χωρίς όμως το φόβο της τιμωρίας από κάποιο χέρι θεϊκό, χωρίς την ασυνεννοησία. Η υποτιθέμενη τιμωρία, ή μάλλον καλύτερα οι συνέπειες της τιμωρίας, αποτελούν πια συνθήκες της ζωής μας, καθότι εδώ και χρόνια κληθήκαμε παρά τη θέλησή μας, να «οικοδομήσουμε» τον στόχο κάποιων μεγαλύτερων και ισχυρότερων, κληθήκαμε να απαρνηθούμε την ιδιωτικότητα και την ιδιαιτερότητά μας, ως άνθρωποι και ως πολίτες αυτής της πόλης-χώρας, μήλου της έριδος, συνεπώς βιώνουμε την «τιμωρία» πιο πολύ ως την τιμωρία του Σίσυφου, καθημερινά πια. Η τιμωρία λοιπόν δεν μας τρομάζει, καθότι την γνωρίζουμε καλά, σαν δυσσάρεστο συγγενή. Όσο για την ασυνεννοησία, μα γι’ αυτό υπάρχει η εικαστική γλώσσα, η οποία δύναται να διορθώσει και αυτό το λάθος. Οι πολλές γλώσσες δεν θα έπρεπε να αποτελούν πρόβλημα, αλλά το ζητούμενο. Η ποικιλία απόψεων ζωής και η υποκειμενικότητα είναι βασικές προϋποθέσεις για τη φυσική εξέλιξη μας ως είδος και ο πιο σύντομος δρόμος προς την αλήθεια.
Ως μία σύγχρονη μορφή ουσιαστικής επικοινωνίας με τον εαυτό μας και με τους γύρω μας λειτουργεί η εν λόγω έκθεση. Είναι εν μέρει με βεβαιότητα έκθεση Κοινωνιολογικής Τέχνης αφού, όπως περιγράφεται ήδη από το 1989 από τις Colas-Adler και Ferrer, υπεύθυνες του Κέντρου Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης και της Αίθουσας Επικαιρότητας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού, «…χρησιμοποιεί μεθόδους κοινωνιολογίας για να ερευνήσει κριτικά τις σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνία, με σκοπό να διαπιστώσει τη σημασία του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου της τέχνης και να διαταράξει τους τρόπους επικοινωνίας και διάδοσης, ξαναστέλνοντας στο θεατή εικόνες (feed back) που του αποκαλύπτουν τις εξαρτημένες αντιδράσεις του…». 3
Αποδοχή και ύμνος στον Άνθρωπο, σε όλη του την πολυπλοκότητα, σε όλο του το μεγαλείο, στην υποκειμενικότητά του, στις δυνατότητες του εικαστικού μυαλού, στο άπειρο των συνειρμών που μας ενώνουν με το καλύτερο και με το δυσκολότερο, ύμνος στην αφύπνιση συνειδήσεων, στη συνεχή επαγρύπνηση, ώστε να μην αποτελούμε έναν ακόμα εργάτη στο οικοδόμημα της εξόντωσής μας, αλλά να παραμείνουμε άνθρωποι, μοναδικοί, ανεπανάληπτοι, αποδεχόμενοι τη θνησιμότητά μας και ζώντας δημιουργικά, μη φοβούμενοι να εμβαθύνουμε και, εν τέλει, μη φοβούμενοι να συνυπάρξουμε.
1 Ζαχαροπούλου Κατερίνα, «Για τα πράγματα που λείπουν», Εκδόσεις Άγρα, 2009, σ. 167.
2 Τσιγκόγλου Σταύρος, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της Τέχνης, «Art Press», 2000, σ. 9.
3 Colas-Adler Marie-Hélène & Ferrer Mathilde, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της Σύγχρονης Τέχνης, μετά το 1945», Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, Εξάντας, 1991, σ. 57.